- ἀγνοῦντος
- ἀγνέωpres part act masc/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αγνούντος, μονή — Διαλυμένο μοναστήρι του νομού Αργολίδος, βορειοδυτικά της Νέας Επιδαύρου, το οποίο εξαρτάται από την ομώνυμη μητρόπολη. Η ίδρυσή του ανάγεται στον 8o 10o αι. Το καθολικό, ρυθμού μονόκλιτης βασιλικής με τρούλο, είναι έργο του 11ου αι. Οι… … Dictionary of Greek
Κοίμησης της Θεοτόκου, μονή — Ονομασία 33 μοναστηριών. 1. Αγνούντος. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Αργολίδος. Βλ. λ. Αγνούντος, μονή. 2. Ανθηρού. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Καρδίτσης. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδας και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
АГНУНДОС — Агнундос, мон рь Успения Богородицы Агнундос, мон рь Успения Богородицы [греч. ̓Αγνοῦντος], бывш. муж. ставропигиальный киновийный мон рь в честь Успения Пресв. Богородицы в Арголидской митрополии (Элладская Церковь); с 1945 г. подворье… … Православная энциклопедия